- εκτάδιος
- ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κβ. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).
Dictionary of Greek. 2013.