εκτάδιος

εκτάδιος
ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κ
β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.
γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτάδιος — outstretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτάδιον — ἐκτάδιος outstretched masc acc sg ἐκτάδιος outstretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίη — ἐκτάδιος outstretched fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίην — ἐκτάδιος outstretched fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίης — ἐκτάδιος outstretched fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίοις — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίοισι — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίοισιν — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταδίῳ — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”